- ξέβαθος
- -η, -ο1. για θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, ρηχός.2. για φυτό, ο πάνω πάνω φυτεμένος, που δεν έχει βαθιές ρίζες: Το δέντρο δεν έπιασε,γιατί το'χανε φυτέψει ξέβαθα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.